GuidePedia

0

Βασίλης Βιλιάρδος
Υπάρχουν ρεαλιστικές λύσεις για τα προβλήματα της οικονομίας μας, τις οποίες ασφαλώς γνωρίζουν αυτοί που αποφασίζουν για το μέλλον μας – οι οποίοι όμως συγκρούονται μεταξύ τους, με την Ελλάδα στο επίκεντρο της διαμάχης τους
«Ο J. M. Keynes, κατά τη διάρκεια της διεθνούς συνόδου των Βερσαλλιών το 1919, με αντικείμενο τον τρόπο που θα έπρεπε να συμπεριφερθούν οι νικήτριες δυνάμεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου απέναντι στην ηττηθείσα Γερμανία, είπε τα εξής:
«Απαιτήθηκαν 160 δις γερμανικά μάρκα για αποζημιώσεις πολέμου. Η δυνατότητα της Γερμανίας να πληρώσει 160 δις ή, έστω, 100 δις, είναι ανύπαρκτη – δεν βρίσκεται δηλαδή εντός των πλαισίων του εφικτού, με βάση έναν λογικό υπολογισμό.
Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δις Μάρκα για να εξοφλήσει, θα έπρεπε να μας εξηγήσουν, μέσω ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές κατά τη γνώμη τους και σε ποιες ακριβώς αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα.
Μέχρι να μπορέσουν να εκφραστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια και να τεκμηριώσουν αντικειμενικά τις αποφάσεις τους, απαιτώντας πράγματα που είναι δυνατόν να επιτευχθούν, δεν μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας».
Κανένας δεν τον άκουσε δυστυχώς, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει το κραχ του 1929 και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.
Κατ’ επέκταση, αν και όχι κατ’ αναλογία, η ερώτηση που οφείλουμε να θέσουμε σε σχέση με τη χώρα μας και στην οποία θα πρέπει να απαντήσει η Ευρώπη, εάν δεν θέλουμε να αναλωνόμαστε συνεχώς στην περιγραφή προβλημάτων ή θεωρητικών λύσεων, αλλά στις δυνατότητες πρακτικής επίλυσης τους, είναι κατά κάποιον τρόπο αυτή που έκανε τότε ο Keynes:
Μέσω της πώλησης ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα μπορέσουμε να μειώσουμε το χρέος και τα ελλείμματα μας, καθώς επίσης σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα; Εμείς θέλουμε να δουλέψουμε παραγωγικά, δεν είμαστε «οκνηροί», δεν μας αρέσει να χρωστάμε, δεν επιθυμούμε να είμαστε υπόλογοι σε κανέναν και προφανώς δεν θέλουμε να πουλήσουμε τη δημόσια περιουσία μας.
Πώς να το κάνουμε όμως πρακτικά, όταν μας έχουν αφαιρεθεί όλα τα εργαλεία χειρισμού της οικονομίας μας από την ΕΚΤ, ενώ ταυτόχρονα αποκλειόμαστε από όλες τις αγορές του εξωτερικού, σιγά-σιγά και από αυτές της ίδιας μας της χώρας;» (πηγή, 17.03.2010 – πριν την είσοδο του ΔΝΤ).
.

Άρθρο

Οι επιλογές που φαίνεται να έχει σήμερα η Ελλάδα είναι (α) είτε η μετατροπή της σε επίσημο προτεκτοράτο της Γερμανίας, εάν τελικά υπογραφεί το Μνημόνιο Νούμερο ΙΙΙ, (β) είτε η απόλυτη καταστροφή της οικονομίας της, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε ένα αποτυχημένο κράτος – εάν δεν ακολουθήσει η τρίτη συμφωνία δανεισμού της, ύψους τουλάχιστον 86 δις €.
Σε μία τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα θα μετατρεπόταν στην Ουκρανία της Μεσογείου – κάτι που δεν θεωρείται απίθανο, με δεδομένο το ότι ευρίσκεται στη μέση της διελκυστίνδας των Η.Π.Α. με τη Γερμανία (η οποία επιδιώκει την ανεξαρτησία της, καθώς επίσης την ηγεμονία της Ευρώπης), όπως η Ουκρανία αποτελεί το επίκεντρο της διαμάχης της Δύσης με τη Ρωσία.
Μία τρίτη θεωρητική επιλογή φαίνεται να είναι η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, σε συνδυασμό με τη διαγραφή χρέους (σενάριο) – όπου ο κ. Σόιμπλε ισχυρίσθηκε αυθαίρετα πως μπορεί να εγκριθεί μόνο σε μία χώρα που εγκαταλείπει τη νομισματική ένωση, κάτι που φυσικά δεν ισχύει.
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες σχετικά με τη νέα δραχμή, καθώς επίσης χωρίς να αναφερθούμε στη γεωπολιτική της πλευρά, έχει τεκμηριωθεί ότι η έξοδος από το ευρώ είναι τεχνικά δύσκολη, δαπανηρή και επικίνδυνη – ενώ, με «μονάδα» μέτρησης την Ισλανδία, το κόστος υπολογίζεται στο 75% του ετήσιου ΑΕΠ, οπότε στα 130 δις € (πηγή).
Ακόμη λοιπόν και αν καταφέρναμε μία διαγραφή του δημοσίου χρέους κατά 75% (από τα 320 δις € σήμερα στα 80 δις €, με διαγραφή των 240 δις €), αφού προηγούταν στάση πληρωμών και τρία χρόνια διαπραγματεύσεων, όπως στην περίπτωση της Αργεντινής, το δημόσιο χρέος θα αυξανόταν αμέσως μετά στα 210 δις € – χωρίς να υπολογίζουμε τα νέα ελλείμματα.
Με την πτώση του ΑΕΠ τότε, κυρίως λόγω της υποτίμησης του νέου νομίσματος κατά τουλάχιστον 30% μεσοπρόθεσμα (στην αρχή θα ξεπερνούσε το 60%), στα 130 δις €, το χρέος ως προς το ΑΕΠ θα διαμορφωνόταν στο 160% – θα ήταν δηλαδή ξανά απολύτως μη βιώσιμο (όπως συμπεραίνεται από την Αργεντινή όπου, παρά τη διαγραφή του 75%, το χρέος, εκπεφρασμένο σε δολάρια, ξεπέρασε τα επίπεδα του 2001 – γράφημα).
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - Αργεντινή, χρέος προς ΑΕΠ
.
Επομένως, παραμένοντας ρεαλιστές, είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε μία άλλη λύση, διαφορετική από τις τρεις προηγούμενες – ξεκινώντας από την αντιμετώπιση της ύφεσης (μείωσης του ΑΕΠ), χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον.
Άλλωστε, στην ύφεση οφείλεται η παταγώδης αποτυχία των προηγουμένων μνημονίων, με πλήρη ευθύνη της Τρόικας – υπενθυμίζοντας πως, ενώ το ΑΕΠ μας μειώθηκε κατά 4% το 2010, η πρόβλεψη του ΔΝΤ ήταν μία επόμενη μείωση κατά 3%, πριν η οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει το 2012.
Εν τούτοις, χάσαμε μέχρι πρόσφατα το 25% του ΑΕΠ, αντί του 7% που προέβλεπε η Τρόικα, ενώ ασφαλώς δεν πιστεύουμε στις προβλέψεις του νέου προγράμματος, σύμφωνα με τις οποίες θα υπάρξει ανάπτυξη το 2016 – αφού δεν δικαιολογούνται από τους συντελεστές του ΑΕΠ. Στα πλαίσια αυτά, οφείλουμε να επικεντρωθούμε στη βασική εξίσωση του ΑΕΠ, η οποία είναι η εξής:
ΑΕΠ = Κατανάλωση + Δημόσιες δαπάνες + Ιδιωτικές επενδύσεις + {Εξαγωγές – Εισαγωγές}

Η δημοσιονομική επέκταση

Με βάση την εξίσωση, η μία πολιτική που θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά από την πλευρά της Ζήτησης, είναι η γνωστή του Keynes – αυτή της δημοσιονομικής επέκτασης. Εν προκειμένω, θα έπρεπε να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες, οι κρατικές επενδύσεις κυρίως, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ζήτηση και να ακολουθήσουν οι ιδιωτικές επενδύσεις – οι οποίες είναι αδύνατες, χωρίς να προβλέπεται αύξηση της κατανάλωσης.
Εάν παράλληλα μειώνονταν οι φόροι, οπότε θα αυξανόταν τόσο το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, όσο και τα κέρδη των επιχειρήσεων, τότε η επιτυχία θα ήταν δεδομένη – με αποτέλεσμα να μπορέσει η Ελλάδα να ξεφύγει από την παγίδα. Εν τούτοις, επειδή η χώρα μας είναι υπερχρεωμένη, το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να ακολουθήσει μία τέτοια πολιτική, όπως οι Η.Π.Α. μετά το 2008  – εκτός εάν
(α) διαγραφεί ένα μεγάλο μέρος του δημοσίου χρέους, οπότε να είναι δυνατή η διαγραφή ενός μέρους του ιδιωτικού χρέους – με στόχο να ανακτηθεί η πιστοληπτική ικανότητα τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού τομέα, να έχουν αμφότεροι τη δυνατότητα δανεισμού τους, να αυξηθεί ως εκ τούτου η ρευστότητα (το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων δημιουργείται από τις ιδιωτικές τράπεζες μέσω του δανεισμού), να ακολουθήσει η κατανάλωση, οι δημόσιες επενδύσεις, οι ιδιωτικές κοκ., ή εάν
(β)  μας βοηθήσει η ΕΚΤ, ως η πραγματική κεντρική τράπεζα της Ελλάδας, λειτουργώντας όπως η Fed στις Η.Π.Α., η Τράπεζα της Αγγλίας στη Μ. Βρετανία κλπ. – αγοράζοντας ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, αυξάνοντας τη ρευστότητα, μηδενίζοντας τα επιτόκια δανεισμού κλπ. Η εξάρτηση μας άλλωστε από την ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα είναι απόλυτη – στον ELA, στο Target 2, στα μετρητά χρήματα, στα κεφάλαια των τραπεζών, στην αγορά των ομολόγων του δημοσίου κοκ.
.

Ο μερκαντιλισμός

Εν προκειμένω, επικεντρωνόμαστε στο τελευταίο μέρος της εξίσωσης, όπως ακριβώς λειτουργεί η Γερμανία – με πρώτο στόχο την αύξηση των εξαγωγών (ανάλυση), στις οποίες φυσικά συμπεριλαμβάνεται ο τουρισμός και η ναυτιλία. Ο ουσιαστικός σκοπός είναι να δημιουργηθεί εισόδημα στην Ελλάδα, για να αυξηθούν η κατανάλωση και οι ιδιωτικές επενδύσεις – μέσω την ζήτησης των άλλων κρατών.
Για να μπορέσουμε να τα καταφέρουμε, θα έπρεπε να ανοίξουν οι αγορές της Ευρώπης για τα ελληνικά προϊόντα και τις υπηρεσίες – οπότε θα χρειαζόταν η βοήθεια των εταίρων μας, κυρίως βέβαια της Γερμανίας, η οποία είναι η μεγαλύτερη εισαγωγική αγορά. Επίσης, θα έπρεπε να διενεργηθούν επενδύσεις σε εκείνους τους εξαγωγικούς τομείς που η Ελλάδα έχει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα – με τη βοήθεια της ευρωπαϊκής τράπεζας επενδύσεων, καθώς επίσης μίας αντίστοιχης ελληνικής.
Όσον αφορά τον περιορισμό των εισαγωγών, έτσι ώστε να είναι πλεονασματικό το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας, όπως της Γερμανίας, της Δανίας, της Ολλανδίας κοκ., θα έπρεπε να καταναλώνουμε ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες, παραγόμενα ή πωλούμενα από ελληνικές επιχειρήσεις – εάν δεν μας επιτρεπόταν η υιοθέτηση δασμών, οι οποίοι είναι το μοναδικό αντίδοτο στους ελέγχους κεφαλαίων, ενώ «ανδρώνουν» τις  νεοσύστατες παραγωγικές επιχειρήσεις.
.

Επίλογος

Κατά την άποψη μας, με κριτήριο την αποτυχημένη πολιτική των μνημονίων που μας επιβλήθηκε (ανάλυση), τα λάθη της οποίας αποδέχθηκε και το ΔΝΤ (άρθρο), καθώς επίσης τα οδυνηρά έξι χρόνια που προηγήθηκαν, η Ελλάδα δικαιούται όλα τα παραπάνω – έναν συνδυασμό δηλαδή των λύσεων που προτείναμε, κυρίως τη διαγραφή χρέους, τη βοήθεια της ΕΚΤ και το άνοιγμα των αγορών της Ευρώπης για τα ελληνικά προϊόντα.
Έχουμε την εντύπωση δε πως θα συμφωνούσαν με αυτά τόσο οι Η.Π.Α. (ΔΝΤ), όσο και η Γερμανία (Τρόικα), εάν δεν βρισκόταν σε σύγκρουση μεταξύ τους – διαπιστώνοντας πολύ συχνά ότι, η Ελλάδα αποτελεί «το μπαλάκι του πινγκ – πονγκ», σε μία διαμάχη που ίσως θα διαρκέσει χρόνια (στην Ουκρανία πάντως επενέβη ξαφνικά η Κίνα, σχεδιάζοντας επενδύσεις).  
Άλλωστε, είναι γνωστή η διαπραγμάτευση μεταξύ του κ. Σόιμπλε και του κ. Jack Lew για το θέμα της Ελλάδας, όπως επίσης της καγκελαρίου με τον αμερικανό πρόεδρο – ενώ ελάχιστοι πιστεύουν πως ο λόγος είναι ο κίνδυνος που θα αποτελούσε για το παγκόσμιο σύστημα η χρεοκοπία μίας χώρας, το 85% του χρέους της οποίας κατέχεται πλέον από κράτη (άρθρο), ενώ το μέγεθος της οικονομίας της είναι της τάξης του 2% της Ευρωζώνης.
Ευχόμαστε και ελπίζουμε πάντως να υπάρξει τουλάχιστον πολιτική σταθερότητα στο εσωτερικό της χώρας μας, σύνεση και πολύ μεγάλη προσοχή – αφού τυχόν μετατροπή μας στην Ουκρανία της Μεσογείου θα συνδεόταν με εμφυλίους πολέμους, με αναταραχές, με γεωπολιτικές εξελίξεις, καθώς επίσης με την επιβολή του δόγματος του σοκ, μπροστά στο οποίο τα μνημόνια θα αποτελούσαν δυστυχώς ένα ευχάριστο παρελθόν.
Δεν διεκδικούμε βέβαια το αλάθητο, αφού πρόκειται για υποθέσεις (άρθρο), τις οποίες δεν έχουμε τη δυνατότητα να τεκμηριώσουμε – προερχόμενες από την αδυναμία μας να ερμηνεύσουμε λογικά τη σωρεία λαθών, καθυστερήσεων και παραλείψεων της κυβέρνησης το τελευταίο πεντάμηνο (ανάλυση), καθώς επίσης από τις βάσιμες ή μη «ίντριγκες», με πρωταγωνιστή τον πρώην υπουργό οικονομικών, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
.
Υστερόγραφο: Ασφαλώς απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στο επίπεδο των Θεσμών (άρθρο). Είναι όμως αδύνατον να επιτευχθούν, εάν δεν υπάρχουν προοπτικές για την οικονομία της, οι οποίες προϋποθέτουν την επίλυση των βασικών προβλημάτων της – αφού ποτέ δεν διενεργούνται επιτυχημένες μεταρρυθμίσεις, σε περιόδους ύφεσης και κορυφωμένης ανεργίας.   
Όσον αφορά τους δασμούς, υπενθυμίζουμε πως η επιβολή ελέγχων στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση δασμών στις εισαγωγές, ισοδυναμεί με μία αποτελεσματική εσωτερική υποτίμηση – η οποία θα εξασφάλιζε σταδιακά την εξυπηρέτηση των χρεών της Ελλάδας, αφού προηγηθεί φυσικά η απαιτούμενη ονομαστική διαγραφή μέρους τους με αιτία τις ζημίες που της προκάλεσαν τα μνημόνια, χωρίς την υπογραφή ενός τρίτου καταστροφικού μνημονίου (άρθρο).
Θα εξασφάλιζε επίσης σημαντικά έσοδα στο δημόσιο, από αυτούς που θα έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν ακριβά εισαγόμενα προϊόντα – ένα δίκαιο μέτρο αναδιανομής των εισοδημάτων, το οποίο δεν ενοχλεί κανέναν.
Παράλληλα, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος επιστροφής στη δραχμή, άμεσης ή έμμεσης απώλειας των καταθέσεων και χρεοκοπίας των τραπεζών – αρκεί φυσικά να μην επιμείνει η Γερμανία στη δολοφονία της Ελλάδας, κυρίως για να αποφύγει την αποπληρωμή των χρεών της απέναντι στη χώρα μας.
Η αντίρρηση βέβαια θα ήταν πως η επιβολή δασμών στις εισαγωγές είναι αντίθετη με τους κανόνες που ισχύουν στην ΕΕ – κάτι που όμως θα ήταν ανόητο, αφού οι έλεγχοι στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων είναι επίσης αντίθετοι με τους κανόνες της ΕΕ, έχοντας όμως επιβληθεί ουσιαστικά από την ίδια τη νομισματική ένωση (ΕΚΤ).
.
πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top