GuidePedia

0

Με χρονικό όριο υλοποίησης το 2023, το έτος που η Τουρκική Δημοκρατία (πλέον σαφώς εντός εισαγωγικών) θα συμπληρώσει 100 χρόνια ζωής, η γειτονική χώρα υλοποιεί ή έχει εξαγγείλει δεκάδες κύριων εξοπλιστικών προγραμμάτων που αποσκοπούν να μετουσιώσουν στην πράξη τη φιλοδοξία της για μετεξέλιξη σε περιφερειακή και ει δυνατόν, παγκόσμια δύναμη.
Με τη συνεργασία του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ–ISDA)
Το συνολικό κόστος (προϋπολογισμένο) των εν λόγω προγραμμάτων ανέρχεται στο αστρονομικό ποσό των 70 δις δολαρίων ΗΠΑ (51 δις ευρώ). Και σε αυτό θα πρέπει να προστεθούν πολλές δεκάδες εξοπλιστικών προγραμμάτων μικρότερου οικονομικού μεγέθους ή άλλα κύρια προγράμματα που όμως δεν έχουν ακόμη εξαγγελθεί.
Ο σχετικός κατάλογος των εξοπλιστικών προγραμμάτων που υλοποιούνται ή έχουν εξαγγελθεί και των πιστώσεων που προγραμματίζεται ή προβλέπεται να διατεθούν για την υλοποίηση τους είναι εντυπωσιακός (ο σχετικός πίνακας δημοσιεύθηκε στην αμερικανική εβδομαδιαία επιθεώρηση «Defense News»):

>16 δις δολάρια ΗΠΑ (11,7 δις ευρώ) για την προμήθεια 100 μαχητικών F-35 Lightning II.
>10 δις δολάρια ΗΠΑ (7,3 δις ευρώ) για την ανάπτυξη του πρώτου εγχώριας σχεδίασης και ανάπτυξης μαχητικού που έχει κωδικοποιηθεί ως TF-X. Εφόσον το πρόγραμμα ανάπτυξης ολοκληρωθεί με επιτυχία τότε εκτιμάται ότι η παραγωγή του θα απαιτήσει πρόσθετες πιστώσεις ύψους 20 δις δολαρίων ΗΠΑ (14,58 δις ευρώ). Ας επισημανθεί εδώ ότι η παράλληλη υλοποίηση των δύο προγραμμάτων μαχητικών θα απαιτήσει από την Τουρκία τη διάθεση πιστώσεων ύψους μεγαλύτερου των 50 δις δολαρίων ΗΠΑ (36,5 δις ευρώ) σε βάθος δεκαετίας.
>4,5 δις δολάρια ΗΠΑ (3,3 δις ευρώ) για τον εκσυγχρονισμό του τουρκικού στόλου μαχητικών F-16 Fighting Falcon.
>4 δις δολάρια (2,92 δις ευρώ) για την προμήθεια νέων υποβρυχίων.
>3,5 δις δολάρια ΗΠΑ (2,55 δις ευρώ) για την προμήθεια ελικοπτέρων γενικής χρήσης.
>3,5 δις δολάρια ΗΠΑ (2,55 δις ευρώ) για την προμήθεια (η υλοποίηση της οποίας συνεχώς αναβάλλεται) του μακρού βεληνεκούς συστήματος αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας.
>3 δις δολάρια ΗΠΑ (2,19 δις ευρώ) για την προμήθεια επιθετικών ελικοπτέρων.
>2,5 δις δολάρια ΗΠΑ (1,82 δις ευρώ) για την παραγωγή σειράς του εγχώριας σχεδίασης και ανάπτυξης άρματος μάχης ALTAY.
>2,5 δις δολάρια ΗΠΑ (1,82 δις ευρώ) για την παραγωγή σειράς του προγράμματος κορβετών MILGEM.
>2,4 δις δολάρια ΗΠΑ (1,75 δις ευρώ) για την προμήθεια αεροσκαφών εναέριας έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου.
>1,5 δις δολάρια ΗΠΑ (1,09 δις ευρώ) για την εγχώρια σχεδίαση και ανάπτυξη ελικοπτέρων διαφόρων τύπων και χρήσεων.
>1,5 δις δολάρια ΗΠΑ (1,09 δις ευρώ) για την προμήθεια αεροσκαφών υποστρατηγικών μεταφορών A400M Atlas.
>1 δις δολάρια ΗΠΑ (750 εκατ. ευρώ) για την εγχώρια σχεδίαση και ανάπτυξη δορυφόρων.
>1 δις δολάρια ΗΠΑ (750 εκατ. ευρώ) για την κατασκευή εθνικού διαστημικού κέντρου εκτόξευσης δορυφόρων.
>1 δις δολάρια ΗΠΑ (750 εκατ. ευρώ) για την προμήθεια ενός αποβατικού δεξαμενοπλοίου (LPD: Landing Platform Dock).
>1 δις δολάρια ΗΠΑ (750 εκατ. ευρώ) για το πρόγραμμα εγχώριας σχεδίασης, ανάπτυξης και παραγωγής νέων φρεγατών.
>1 δις δολάρια ΗΠΑ (750 εκατ. ευρώ) για την προμήθεια νέων τεθωρακισμένων οχημάτων.
>1 δις δολάρια ΗΠΑ (750 εκατ. ευρώ) για την προμήθεια συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου.
>1 δις δολάρια ΗΠΑ (750 εκατ. ευρώ) για την προμήθεια μη επανδρωμένων αεροχημάτων και ηλεκτρο-οπτικών συστημάτων επιτήρησης και αναγνώρισης.
>750 εκατ. δολάρια ΗΠΑ (547 εκατ. ευρώ) για το πρόγραμμα του εγχώριας σχεδίασης και ανάπτυξης εκπαιδευτικού αεροσκάφους Hurkus.
>άγνωστο ποσό για το πρόγραμμα εγχώριας σχεδίασης, ανάπτυξης και παραγωγής νέου τυφεκίου και γενικά φορητού οπλισμού.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις μόνο η οικονομική εξυπηρέτηση των προαναφερθέντων προγραμμάτων σε ετήσια βάση ανέρχεται σε 6 – 7 δις δολάρια ΗΠΑ (4,38 – 5,1 δις ευρώ), ποσό σημαντικά αυξημένο, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50%, σε σχέση με τα 3,5 – 4 δις δολάρια ΗΠΑ (2,55 – 2,92 δις ευρώ) που σήμερα η Άγκυρα δαπανά σε ετήσια βάση για την απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων (άρα όχι γενικά αμυντικές δαπάνες, αλλά εξοπλιστικές… συχνά τα μπερδεύουν πολλοί στην Ελλάδα) και την αναβάθμιση και συντήρηση όσων διαθέτει σε υπηρεσία.
Φυσικά, καθοριστικός παράγοντας για την επίτευξη αυτών των φιλόδοξων στόχων είναι η επίδοση της τουρκικής οικονομίας, η οποία όμως αρχίζει να παρουσιάζει να παρουσιάζει ενδείξεις κόπωσης. Μετά από μία δεκαετία όπου κατά μέσο όρο, σε ετήσια βάση, η τουρκική οικονομία επιτύγχανε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 5%, το 2013 το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 4%. Επιπρόσθετα, οι προβλέψεις για το άμεσο και μεσοπρόθεσμο μέλλον (επόμενη δεκαετία) κάθε άλλο παρά ευοίωνες είναι.
Μία άλλη επισήμανση που πρέπει να γίνει στα στοιχεία του παραπάνω πίνακα, είναι η συστηματική σύζευξη των εξοπλιστικών προγραμμάτων με την τουρκική αμυντική και αεροδιαστημική βιομηχανία, η οποία σε σχέση με το παρελθόν έχει πλέον αναπτυχθεί σημαντικά και συνεχώς εμπλέκεται σε νέους τομείς με πρώτιστο αντικειμενικό σκοπό τη σχεδίαση, ανάπτυξη και παραγωγή οπλικών συστημάτων, που ταυτόχρονα θα αποτελούν ολοκληρωμένα προϊόντα τα οποία θα μπορούν να διατεθούν στη διεθνή αγορά.
Εξάλλου, αποδεδειγμένα η Άγκυρα, σε κάθε εξοπλιστικό πρόγραμμα που υλοποιεί έχει ως κύριο μέλημα την πρόσβαση σε τεχνολογίες μέσω της μεταβίβασης ή συμμετοχής στην ανάπτυξη. Το πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα είναι η αρχική επιλογή του κινεζικής προέλευσης συστήματος αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας μακρού βεληνεκούς, όπου ως κριτήριο η πρόσβαση σε πυραυλικές τεχνολογίες, απαραίτητη για την καθιέρωση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης, υπερίσχυσε των προβλημάτων διασύνδεσης και διαλειτουργικότητας. Ασχέτως του αν αυτό οδήγησε σε πολιτικό και διπλωματικό αδιέξοδο.
Όμως, η παράλληλη «γιγάντωση» του τουρκικού εξοπλιστικού προγράμματος και της εγχώριας βιομηχανικής βάσης, εκτός των αυτονόητων και πολλαπλών οφελών για την τουρκική οικονομία εμπεριέχει και πολύ σημαντικό ρίσκο. Και μόνο η συντήρηση της εγχώριας βιομηχανικής βάσης στο μέγεθος που έχει ήδη αποκτήσει επιβάλλει στην Τουρκία συνεχή και συστηματική διάθεση μεγάλου ύψους πιστώσεων σε ετήσια βάση για την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Τυχόν επιβράδυνση της τουρκικής οικονομίας, ή ακόμη περισσότερο η εμφάνιση ύφεσης, θα πλήξει καίρια όχι μόνο το τουρκικό εξοπλιστικό πρόγραμμα αλλά και την ίδια την τουρκική αμυντική και αεροδιαστημική βιομηχανία.

Ακόμη και σήμερα και παρά τις αξιοσημείωτες εξαγωγικές επιτυχίες που έχει καταγράψει, η τουρκική αμυντική και αεροδιαστημική βιομηχανία κατά κύριο λόγο βασίζεται στις συμβάσεις του τουρκικού υπουργείου Άμυνας όχι μόνο για τη διατήρηση της παραγωγικής της υποδομής, αλλά και για την πρόσβαση σε τεχνολογίες αιχμής, που είναι αναγκαίες για την εκ των ενόντων ολοκληρωμένη ανάπτυξη οπλικών συστημάτων. Η δε ζημία που θα προκληθεί σε αυτή στην περίπτωση μακροχρόνιας επιβράδυνσης ή ύφεσης της τουρκικής οικονομίας θα είναι δυσανάλογη του ποσοστού μείωσης του τουρκικών εξοπλιστικών δαπανών.
Αυτή ακριβώς η διαπίστωση, εκτιμάται ότι θα πρέπει να αποτελέσει καίρια παράμετρο του ελληνικού αμυντικού σχεδιασμού, καθώς η οικονομική διάσταση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξη της. Δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, ότι σε τελική ανάλυση, ο Ψυχρός Πόλεμος κερδήθηκε όχι στο πεδίο των μαχών αλλά στο οικονομικό επίπεδο.
Ρεαλιστικά, η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την Τουρκία στο επίπεδο της στρατηγικής αντίληψης του «πολέμου φθοράς», δηλαδή σε επίπεδο ποσοτικής αντιπαράθεσης, όπου κυριαρχεί η αριθμητική ερμηνεία των δεδομένων.
Σε οικονομικό επίπεδο η διαφορά των δεδομένων των δύο χωρών είναι σημαντική. Σήμερα το ελληνικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) εκτιμάται σε 180 δις ευρώ, σημαντικά μειωμένο με το πριν κρίσης επίπεδο των περίπου 230 δις ευρώ, ενώ το αντίστοιχο τουρκικό ΑΕΠ για το 2012 υπολογίζεται σε περίπου 580 δις ευρώ.
Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπινους πόρους. Το 2013 ο πληθυσμός της Τουρκίας εκτιμάται ότι ανέρχεται σε περίπου 77 εκατ. ευρώ ενώ της Ελλάδας σε μόλις 10,8 εκατομμύρια (με βάση τα στοιχεία της απογραφής του 2011). Ούτε η ανομοιογένεια του πληθυσμού της Τουρκίας αποτελεί παράγοντα ικανό να ανατρέψει τον αρνητικό συσχετισμό. Αν δε συνυπολογιστούν, η κατανομή του πληθυσμού σε ηλικιακές ομάδες (σύμφωνα με τα επίσημα τουρκικά στατιστικά στοιχεία του 2009 το 67,4% του τουρκικού πληθυσμού ανήκε στην ηλικιακή ομάδα 15 – 64 ετών) και η μεγάλη υπογεννητικότητα που μάστιζε τη χώρα μας (και έχει επιδεινωθεί από την οξεία και παρατεταμένη οικονομική κρίση), η σύγκριση γίνεται πολύ δυσχερέστερη για την Ελλάδα.
Για να γίνει δε άμεσα αντιληπτή η εξέλιξη των ανθρώπινων πόρων στην Ελλάδα, θα αναφέρουμε ότι ενώ το 1978 είχαν εγγραφεί στα μητρώα αρρένων περί τα 90.000 άτομα (δυνητικά στρατεύσιμοι σε ετήσια βάση) το 2007 (πριν δηλαδή το ξέσπασμα της κρίσης) ο αντίστοιχος αριθμός ήταν περίπου 45.000. Δηλαδή μέσα σε τρεις δεκαετίες καταγράφηκε μείωση κατά 50% και είναι προφανές ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε για τα έτη μετά το 2007.
Αν και αποτελεί πλεονασμό, θα επαναλάβουμε με ιδιαίτερη έμφαση ότι οι δύο πυλώνες του αμυντικού σχεδιασμού, δηλαδή της μελλοντικής εξέλιξης της στρατιωτικής ισχύος της χώρας, είναι οι οικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι που μπορούν να διατεθούν για αυτό τον σκοπό.

Κατά συνέπεια, το ύψος αυτών των πόρων καθορίζει περιοριστικά και τη στρατιωτική ισχύ της χώρας. Οι συνήθεις για την ελληνική πραγματικότητα μεγαλόστομες διακηρύξεις περί αξιόμαχου και ισχύος σαφώς αποτελούν εκδήλωση πολιτικής πρόθεσης (παράμετρος σημαντική σε ότι αφορά την αποτροπή και ιδιαίτερα την πειστικότητα της), αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αναιρέσουν τους προαναφερθέντες εγγενείς περιορισμούς.
Φυσικά, το οποιοδήποτε έλλειμμα στον ελληνοτουρκικό συσχετισμό στρατιωτικής ισχύος μπορεί να καλυφθεί με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Στην πρώτη περίπτωση με αύξηση των οικονομικών ή ανθρώπινων πόρων και σαφώς με τη βέλτιστη αξιοποίηση τους. Όμως και ΕΜΜΕΣΑ μπορεί να καλυφθεί ή αναιρεθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από τις ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΕΣ συμμαχίες που η χώρα έχει συνάψει ή επιβάλλεται να συνάψει για αυτό τον σκοπό.
Τυχόν επιβράδυνση της τουρκικής οικονομίας, αποτελεί εκ των πραγμάτων όφελος για την ελληνική πλευρά, αφού το φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα της Άγκυρας θα αντιμετωπίσει δυσχέρειες στην υλοποίηση του, αλλά και σημαντικές παρενέργειες σε βιομηχανικό επίπεδο.

Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποτελέσει αιτία εφησυχασμού. Για τη χώρα, η μόνη άμεσα διαθέσιμη και αποδοτική επιλογή είναι η ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΣΧΕΔΙΑΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΜΥΝΤΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΜΙΑΣ ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ. Η τελευταία είναι επίσης εκ των ων ουκ άνευ, για την ουσιαστική έξοδο της χώρας από την κρίση καθώς θα καθορίσει τη θέση της χώρας στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι.
πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top