GuidePedia

0



Οι ελληνορωσικές σχέσεις, σύμφωνα με κάποιους, μπαίνουν σε νέα τροχιά μετά τη συνάντηση Σαμαρά-Πούτιν. Παρακολουθώντας τες συστηματικά από το 2000, είμαι αρκετά επιφυλακτικός έναντι αυτής της εκτίμησης.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Φίλης
Τον τελευταίο χρόνο, πλην των επισκέψεων Ματβινένκο και Λαβρώφ, οι σχέσεις μπορούν να χαρακτηριστούν ψυχρές. Η αποχώρηση της Gazprom από την αποκρατικοποίηση της ΔΕΠΑ την ύστατη στιγμή (ακόμη και αν η ελληνική πλευρά βαρύνεται λιγότερο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή), η αποστροφή Πούτιν με στόχο ελληνορώσο επιχειρηματία, κατά την οποία έκρινε την Ελλάδα ως προβληματικό προορισμό για επενδύσεις, καθώς και η προτροπή Μεντβέντεφ προς την Κυπριακή Δημοκρατία να λάβει υπόψη της τους Τουρκοκύπριους στην εκμετάλλευση των ενεργειακών της πόρων (σε συνέχεια της ενόχλησης της Μόσχας για τη μεταχείριση μέρους των ρωσικών κεφαλαίων) στιγμάτισαν τις σχέσεις μας. Η συνεχής ροή τουριστικών ρευμάτων και η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών (με το ισοζύγιο συντριπτικά υπέρ των Ρώσων) αποτελούν ισχυρές ενδείξεις διάδρασης μεταξύ των κοινωνιών, ωστόσο, ελάχιστα επιδρούν στην πολιτική ουσία.
Οι δεσμοί με θρησκευτικές και ιστορικές αναφορές χρησιμοποιούνται μόνο κατά το δοκούν, όταν αναζητούμε περιτύλιγμα για συγκεκριμένες πολιτικές. Συνήθως, όμως, και απολύτως εύλογα, επικρατεί η λογική του συμφέροντος της κάθε πλευράς, στοιχείο που συγκεκριμένοι κύκλοι στη χώρα μας αγνοούν επιδεικτικά.
Πώς εξηγούν, λοιπόν, το γεγονός ότι από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα η Gazprom δεν έχει προσφέρει ούτε μία μέρα πίστωση στη ΔΕΠΑ, όταν την αντίστοιχη περίοδο το Ιράν (για τους δικούς τους λόγους) έδινε πιστώσεις, που λόγω προβληματικής διαχείρισης από πλευράς ΕΛΠΕ, αγγίζουν τα 900 εκατ. δολάρια; Γιατί, ενώ η πελατοκεντρική Gazprom μείωσε τις τιμές σε μία σειρά από ευρωπαϊκά κράτη, δεν επέδειξε αντίστοιχη γενναιοδωρία, εκμεταλλευόμενη, πάντως, και την ολιγωρία της ελληνικής πλευράς;
Μήπως να θυμίσουμε την προτροπή του τότε Ρώσου προέδρου, Μεντβέντεφ, στις αρχές του 2010, στον Έλληνα πρωθυπουργό να καταφύγουμε στο ΔΝΤ; Ή την ψυχρή υποδοχή Πούτιν στην πρόταση Παπανδρέου για οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα, όταν κάποιοι τυχοδιώκτες (που συστήνονταν ως κολλητοί του νυν ρώσου προέδρου μέχρι που τους κατήγγειλε δημοσίως) διέρρεαν ότι μας προσφέρθηκαν 100 δισ δολάρια και τα αρνηθήκαμε.
Λίγο νοτιοανατολικότερα, λίγο καιρό μετά, η Ρωσία έδειξε τις προθέσεις της όταν απέρριψε τις (πάντως όψιμες) εκκλήσεις της Λευκωσίας για δάνειο προκειμένου να απέφευγε το μηχανισμό στήριξης. Ενώ στην Ουκρανία, η οποία βρισκόταν στο κατώφλι του ΔΝΤ, λίγο μετά την απόφασή της να αρνηθεί τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ, έδωσε χαμηλότερες τιμές φυσικού αερίου κατά 30% και δέσμευσε 15 δισ δολάρια για την αγορά κρατικών ομολόγων.
Τί μας διδάσκει η παράθεση αυτών των γεγονότων; Ότι για τη Ρωσία του κυνικά πραγματιστή Πούτιν, ο οποίος έχει αποϊδεολογικοποιήσει την εξωτερική πολιτική, προτάσσοντας το εθνικό συμφέρον (με τον τρόπο που το αντιλαμβάνεται) δεν υπάρχουν χάρες, δώρα, ιερά και όσια. Τα δύο τελευταία, βέβαια, έρχονται στην επιφάνεια κάθε φορά που η ρωσική εκκλησία χρησιμοποιείται ως εργαλείο αποτελεσματικότερης προώθησης των ρωσικών συμφερόντων ή για την πάγια αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Ελλάδα και Ρωσία, επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς να συνδεθούν ενεργειακά, σε μια περίοδο που η Ευρώπη, στον απόηχο των δυο ενεργειακών κρίσεων Μόσχας-Κιέβου, είχε αποφασίσει να αναζητήσει εναλλακτικές έναντι της Ρωσίας, με την Ουάσιγκτον να πιέζει με μαξιμαλιστικούς όρους για περιθωριοποίηση της. Όμως, ο κυριότερος λόγος ήταν η σύγχυση μεταξύ ουσιαστικής διαπραγμάτευσης και αποτελέσματος από τη μία και των επικοινωνιακών πυροτεχνημάτων από την άλλη. Αλλά και «ατυχίας», εφόσον η Βουλγαρία αποφάσισε να αποχωρήσει από τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη.
Αν κάτι καλό, αλλά συνάμα και χαρακτηριστικό του τρόπου αντίληψης της ρωσικής πλευράς προκύπτει, είναι η δυνατότητα αναθεώρησης λεόντειων για τα ελληνικά συμφέροντα ενεργειακών συμφωνιών. Μάλιστα, η επιλογή του Διαδριατικού Αγωγού (TAP) και η εξασφάλιση 1 δισ κυβικών μέτρων αζέρικου αερίου, σε συνάρτηση με τον εν εξελίξει αγωγό που συνδέει Ελλάδα-Βουλγαρία σε πρώτο στάδιο (αργότερα και με μέρος της Κεντρικής-Ανατολικής Ευρώπης), βελτιώνουν αισθητά τη διαπραγματευτική μας θέση.
Επιπρόσθετα οι θετικές προοπτικές της ανατολικής Μεσογείου, όπως και η διαφαινόμενη επιστροφή του Ιράν στην Αγορά Ενέργειας, προσφέρουν στη χώρα μας νέες δυνατότητες κεφαλαιοποίησης της στρατηγικής της θέσης στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων. Από την άλλη, η Ρωσία θα εξακολουθήσει, παρά τις περί του αντιθέτου εκτιμήσεις εμμονικών και αγκυλωμένων πολιτικών και αναλυτών, να αποτελεί τον βασικότερο προμηθευτή φυσικού αερίου της Γηραιάς Ηπείρου, στοιχείο που όχι μόνο δεν πρέπει να αγνοήσουμε αλλά να αξιοποιήσουμε στο έπακρο. Πάντα με γνώμονα τη βιωσιμότητα, την εμπορικότητα και την ελκυστικότητα του εκάστοτε έργου -τόσο για τους επενδυτές όσο και τους καταναλωτές.
Κοντολογίς, η πορεία των σχέσεων Αθήνα-Μόσχας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ποσότητες ρεαλισμού με τις οποίες θα τις συμπληρώσουμε. Οφείλουμε να αντιληφθούμε τους σαφείς περιορισμούς και να εργαστούμε συστηματικά στον εντοπισμό των σημείων κοινού ενδιαφέροντος και ωφέλειας. Με στόχο μία λειτουργική εταιρική σχέση, πέρα από οπορτουνισμούς και πρόσκαιρες σημαίες ευκαιρίας, και με χειροπιαστές δόσεις αλληλεγγύης (π.χ. μείωση τιμών φυσικού αερίου) σε μια καθοριστική στροφή για τη χώρα μας.
πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top