GuidePedia

0

του Σταύρου Καρκαλέτση*
Τα γεωστρατηγικά κέντρα, άλλως λεγόμενα και «heart lands», έχουν διαχρονικά το ίδιο κοινό με τα σύνορα. Αλλάζουν, μεταβάλλονται, μεταναστεύουν. Αυτό σήμερα, στην μεταμοντερνική νεωτερικότητα όπου έχει περάσει κυρίως η Δύση, ισχύει ακόμη πιο έντονα και οι σχετικές διεργασίες είναι πυκνότερες, μέσα σε ένα όλο και πιο ρευστό και ασταθές διεθνές περιβάλλον. Τι το κοινό θα μπορούσαν να έχουν η Αρκτική, η θάλασσα της νότιας Κίνας και η ανατολική Μεσόγειος; Πολύ απλά σε αυτές τις τρεις περιοχές επικεντρώνεται όσο πουθενά αλλού, σε συνάρτηση με τα νέα ενεργειακά δεδομένα, η προσπάθεια των ισχυρότερων δυνάμεων του πλανήτη για περιφερειακή ή και παγκόσμια κυριαρχία στον αιώνα που άρχισε. Μετά τις εξελίξεις που σημάδεψαν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την ενοποίηση της Γερμανίας, σημείο τριβής ανάμεσα στη Δύση (ΝΑΤΟ) και την Ανατολή  (τότε το ανατολικό/σοβιετικό μπλοκ) δεν ήταν πλέον το Βερολίνο ούτε οι πεδιάδες της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. Τα «ζεστά» σημεία μεταφέρθηκαν νοτιοανατολικά, και σήμερα τοποθετούνται στη θάλασσα ανάμεσα στην Κρήτη και την Κύπρο.
Μετά από αρκετές δεκαετίες περιφερειακών εστιών αστάθειας, αλλά συνολικά ηρεμίας σε παγκόσμιο επίπεδο, φαίνεται πως επιστρέφουμε σε μια πιο γενικευμένη ρευστότητα και πιο ανήσυχες εποχές στις διεθνείς σχέσεις, όπου η άμεση απειλή ή και χρήση βίας θα επανέλθει ως όπλο στα χέρια των ισχυροτέρων.
Παρατηρούμε πως οι ΗΠΑ φερ’ ειπείν, δεν διστάζουν να ανακαλύψουν τα «επικίνδυνα» νερά της θάλασσας της νότιας Κίνας, όταν η τότε υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, Χίλαρι Κλίντον δήλωνε  στο Ανόι του Βιετνάμ πως η Ουάσιγκτον «θα ενώσει τις δυνάμεις της με το Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες, και όλες εκείνες τις χώρες οι οποίες αντιστέκονται στα σχέδια του Πεκίνου να κυριαρχήσει στη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή». Η Κίνα, όπως ήταν φυσικό αντέδρασε και για το Πεκίνο θεωρήθηκε αυτό ως απαράδεκτη αμερικανική εμπλοκή σε μια περιοχή που οι Κινέζοι  θεωρούν πως πρέπει να έχουν λόγο και επιρροή.
Παρόμοιες εντάσεις δεν αποκλείεται να εκτυλιχθούν και στην Αρκτική, όπου το λιώσιμο των πάγων μεταβάλλει τα μέχρι τώρα «παγωμένα» δεδομένα, και δυνάμεις όπως η Ρωσία και οι ΗΠΑ, αλλά και ο Καναδάς, εποφθαλμιούν τα εκεί ενεργειακά κοιτάσματα, ιδίως υδρογοναθράκων. Αξιοπρόσεκτο είναι πως το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική έχει δημιουργήσει προβλήματα ακόμα και σε στενούς συμμάχους, όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς.  Έτσι, συγκεκριμένη θαλάσσια δίοδος που έχει ανοιχτεί, θεωρήθηκε από τους Αμερικανούς ως διεθνής δίαυλος (άρα ελεύθερης πρόσβασης), προκαλώνταςτην αντίδραση των Καναδών που ισχυρίζονται πως έχουν τον πρώτο λόγο.
Αλλά και η ένταση που συσσωρεύεται  στην ανατολική Μεσόγειο, δεν αποκλείεται (κι ας φαίνεται να είναι η Συρία το διακύβευμα)  να οδηγήσει σε μια κατά βάση θαλάσσια σύγκρουση, όπου τεράστια υποθαλάσσια κοιτάσματα αλλά και ο έλεγχος της πολύτιμης γεωστρατηγικά περιοχής (από την Κύπρο και τον Λίβανο μέχρι την Κασπία) οδηγούν παγκόσμιους παίκτες, όπως τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, σε αγώνα δρόμου και αντοχών, για κυριαρχία των θαλασσών στον 21ο αιώνα. Στην ανατολική Μεσόγειο, δεν είναι μόνο ο αμερικανο-ρωσικός ανταγωνισμός που σφραγίζει τις εξελίξεις, αλλά και οι φιλοδοξίες των τοπικών δυνάμεων που διεκδικούν νέους, ενισχυμένους ρόλους: Τουρκία και Ισραήλ. Διόλου τυχαίο πως η Άγκυρα έχει εξαπολύσει ένα πρωτόγνωρο για την Τουρκία πρόγραμμα ναυτικών εξοπλισμών, με στόχο να καταστεί θαλάσσια δύναμη και να ηγεμονεύσει στην ανατολική Μεσόγειο. Κι αυτό ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά του Ισραήλ.
Μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για μετανάστευση «κέντρων» ή θερμών εστιών. Στις ψυχροπολεμικές δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, όπως προαναφέραμε, το γεωστρατηγικό κέντρο του πλανήτη μας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το διχοτομημένο Βερολίνο, ή οι πεδιάδες της κεντρικής Ευρώπης, πιθανά τότε θέατρα μιας ολιστικής σύγκρουσης μιας ΝΑΤΟικής Δύσης και της κομμουνιστικής Ανατολής. Σήμερα όμως, ένα πραγματικά θερμό, από πολλές απόψεις, σημείο, μετανάστευσε στις θάλασσες της Κύπρου, στην ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Εκεί θα παιχθούν οι επόμενες πράξεις περιφερειακών ή και ηγεμονικών συγκρούσεων.
Υπό μια νέα εκδοχή, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η «κυρίαρχη» σύγκρουση, αυτή ανάμεσα στον δυτικό φιλελευθερισμό (πρωτίστως ΗΠΑ) και τον ανατολικό νεοσυντηρητισμό (Ρωσία), ποτέ δεν σταμάτησε, απλώς μετακόμισε γεωγραφικά από την κεντρική Ευρώπη στην ανατ. Μεσόγειο. Αυτό φαίνεται σήμερα στην προσπάθεια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους να απομονώσουν τη Ρωσία και από τα νότια, όπως έκαναν δυό δεκαετίες πριν στα δυτικά της, με τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και την ένταξη στο ΝΑΤΟ πολλών κρατών του σοβιετικού μπλοκ. Για πολλούς αναλυτές, τα πλέον «επιθετικά» κέντρα ισχύος στην Ουάσινγκτον ανυπομονούν να «τελειώσουν» τη Συρία του Άσαντ, να ακολουθήσει το Ιράν και η προώθηση των ΝΑΤΟικών στην καρδιά της Ευρασίας, στο ενεργειακό κέντρο του κόσμου, με τελικό στόχο μια απομονωμένη και αδύναμη Ρωσία, αλλά και την προώθηση δυτικών επάλξεων στις παρυφές της Κίνας.
Είναι προφανές λοιπόν, πως ένα «τρίγωνο του διαβόλου»  (Αρκτική- θάλασσα νότιας Κίνας - ανατολική Μεσόγειος) έχει θέσει νέα δεδομένα στην παγκόσμια γεωστρατηγική σκακιέρα. Στη δική μας ανάλυση, προέκταση της ανατολικής Μεσογείου ως ενεργειακό και γεωστρατηγικό κέντρο του πλανήτη είναι –το προαναφέραμε- η «ευρασιατική ενδοχώρα», από τη Συρία και το Λίβανο μέχρι τον Καύκασο, το Αζερμπαιτζάν και το Ιράν. Η σημασία που προσδίδεται στον έλεγχο της περιοχής, πιστοποιείται από την προσπάθεια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους να ελέγχουν οπωσδήποτε την Κύπρο, να ανατρέψουν τα καθεστώτα της Δαμασκού και της Τεχεράνης και να μεταφέρουν εν συνεχεία την ίδια διαδικασία στον Καύκασο, μέσα στην ίδια δηλαδή τη Ρωσία, εξαναγκάζοντάς της σε αναδίπλωση και γεωστρατηγική απομόνωση.
Στην Αρκτική λοιπόν, η ένταση δεν έχει ξεκινήσει, στη θάλασσα της νότιας  υποβόσκει, στην ανατολική Μεσόγειο όμως και στη Μέση Ανατολή, με επίκεντρο τη Συρία, κοχλάζει. Διότι συγκρούονται δυνάμεις αναθεωρητικές του status της περιοχής (ΗΠΑ, Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Κατάρ, εν μέρει το Ισραήλ), με άλλες που επιθυμούν διατήρηση της παρούσης (Ρωσία, Κίνα, Ιράν). Εδώ, η στάση Ελλάδος και Κύπρου είναι πραγματικά ερμαφρόδιτη, αφού ουδέποτε υπήρξαν αναθεωρητικές – επεκτατικές, από την άλλη όμως σύρονται κακήν κακώς από τους δυτικούς και δεν τους αφήνεται η επιλογή μιας κάποιας ουδετερότητας.
Εδώ, πρέπει να πούμε πως αν Ελλάδα και Κύπρος επιλέγουν τον ρόλο των ήπιων δυνάμεων, σταθερά προσκολημμένων στην σταθερότητα και την διατήρηση ενός status συνεννόησης και ασφάλειας, είναι εξαιρετικά σημαντικό να επιτύχουν οι ΗΠΑ και η Ρωσία, από κοινού με την ΕΕ, μια τελική διευθέτηση ή και ευθυγράμμιση των συμφερόντων τους. Αυτό δεν είναι ανέφικτο, και το επισημάναμε και παραπάνω. Για παράδειγμα, Αμερικανοί, Ρώσοι αλλά και η ίδια η ΕΕ, έχουν να αντιμετωπίσουν προκλήσεις ασφάλειας που εκπορεύονται από το ίδιο κέντρο: Την τρομοκρατία του φονταμενταλιστικού (πρωτίστως σουνιτικού) Ισλάμ.
Θα το ξαναπούμε, γιοατί είναι πολύ σημαντικό για την ελληνική ασφάλεια: Είναι προφανές πως μια βαθμιαία και γόνιμη προσέγγιση Ουάσιγκτον και Μόσχας, απέναντι στις πολλές όσο και κοινές απειλές του σήμερα και του αύριο, μειώνει την στρατηγική σημασία της Τουρκίας, άρα μειώνει και τον κίνδυνο μεταβολής συνόρων, αφού ο κατ’ εξοχήν παραγωγός αστάθειας στην περιοχή είναι ο τουρκικός αναθεωρητισμός. Αν περνούσαμε σε μια φάση «έντιμης συνεννόησης» των ευρωπαικών (Γερμανία-Γαλλία και λοιποί)  και ευρασιατικών δυνάμεων (Ρωσία και σύμμαχοί της), και όλων αυτών με τον αγγλοσαξονικό κόσμο (ΗΠΑ-Μ. Βρετανία), η αύξηση της επακόλουθης σταθερότητας θα ευνοήσει Ελλάδα και Κύπρο, αφού αυτές δεν θα οφείλουν να «παίρνουν θέση» υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, σε διενέξεις που δεν συμφέρουν τελικά κανέναν.
Και φυσικά, Ελλάδα και Κύπρος δεν πρέπει από την άλλη να περιμένουν με αφέλεια μια «μεσσιανική» υλοποίηση του παραπάνω θετικού σεναρίου. Πρέπει να έχουν και σχέδιο Β, δηλαδή να μείνουν αλώβητες αν τελικά έχουμε εξελίξεις συνολικής ή μερικής αποσταθεροποίησης, ακόμη και συρράξεις που θα οδηγήσουν σε μεταβολές συνόρων.
Μιλάμε καθαρά για αρνητικές εξελίξεις που μπορεί να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις σε ανατ. Μεσόγειο και Μέση Ανατολή. Βλέπουμε π.χ. τις ΗΠΑ (και προεκτατικά το ΝΑΤΟ) να εξακολουθούν να θεωρούν την Τουρκία πολυτιμότερη από την Ελλάδα, ακόμη και μετά τη ρήξη της με το Ισραήλ. Βλέπουμε μέσα στο Ισραήλ δυνάμεις που υποστηρίζουν αναφανδόν μια νέα «άνοιξη» στη σχέση με την Τουρκία, αλλά και κέντρα λήψης αποφάσεων που δεν θέλουν επ’ ουδενί προσέγγιση, τουλάχιστον με μια Τουρκία στον αστερισμό του Ερντογάν και του Ισλάμ. Και αν κάποτε μιλούσαμε –και ελπίζαμε- σε έναν πιο ευρωκεντρικό πόλο συλλογικής ασφάλειας, με κύριους εκφραστές τις παραδοσιακές δυνάμεις ισχύος Γερμανία και Γαλλία, τι μπορεί τελικά να περιμένει η Ελλάδα από μια δύναμη που ανακαλύπτει εκ νέου και αλαζονικά τον «ηγεμονισμό» (Γερμανία) και μια δεύτερη (Γαλλία), να επιχειρεί μια γεωστρατηγική «επιστροφή» στη Μεσόγειο, υπηρετώντας όμως (φάνηκε στη Λιβύη) τον όλο αναθεωρητισμό δυτικών κέντρων;
Το θερμόμετρο λοιπόν ανεβαίνει στην περιοχή από την Κρήτη μέχρι την Κύπρο και από εκεί έως την Κασπία, και θα ανέβει –δυστυχώς- κι άλλο. Το ζήτημα είναι τι πράττουμε εμείς, ως Ελλάδα και Κύπρος, αφ΄ενός για να συμβάλλουμε όσο μπορούμε στην σταθερότητα της περιοχής, και αφ’ ετέρου να προωθήσουμε και κατοχυρώσουμε όσο πιο γερά μπορούμε το εθνικό μας συμφέρον, μέσα σε ένα τέτοιο ρευστό περιβάλλον. Η πικρή αλήθεια είναι πως μέχρι σήμερα, κάναμε ελάχιστα…
Σε απλά ελληνικά: Αθήνα και Λευκωσία οφείλουν να στηρίξουν ενεργά δράσεις και πολιτικές που θα συνδράμουν την σταθερότητα και ασφάλεια, παράλληλα όμως οφείλουν να φροντίζουν και από μόνες τους και με ίδια μέσα για την εθνική τους ασφάλεια. Επιμένουμε λοιπόν στο πολυσχιδές μιας πραγματική υψηλής, όσο και ουσιαστικής στρατηγικής, που να «κουμπώνει με τα νέα δεδομένα. Όπως ήδη πράττει η Λευκωσία, η Αθήνα πρέπει να περάσει και αυτή σε μια ενεργό γεωστρατηγική εμπλοκή στην ανατολική Μεσόγειο, εμπλέκοντας όλες τις ενεργειακές δυνάμεις (ΗΠΑ, Ισραήλ, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία). Όσο πιο πολλοί οι εταίροι που θα εμπλέξουμε, τόσο καλύτερα για Ελλάδα και Κύπρο. Προσπάθεια εξισορρόπησης της σχέσης με το Ισραήλ ώστε αυτή να γίνει πιο αμφίδρομη, αυτό συνιστά άλλη μια πτυχή μιας τέτοιας πολιτικής. Η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει όχι μόνο να δίνουν αλλά και να παίρνουν, και αυτό να αποτελεί την «πυξίδα» μας. Λέμε ναι σε μια προωθημένη ελληνοισραηλινή σχέση, αλλά να μην ξεχνάμε πως το Ισραήλ ενδεχομένως να μας χρειάζεται για την ασφάλειά του περισσότερο από όσο εμείς αυτό. Και αυτό  πρέπει να τους το τονίζουμε.
Να μην ξεχνάμε πως υπάρχουν επιπρόσθετα, πέρα από την περιρρέουσα αστάθεια και τις συμβατικές-παραδοσιακές απειλές, και οι ασύμμετρες, με κυριότερη την ωρολογιακή βόμβα λαθρομετανάστευση. Αυτό από μόνο του συνιστά απειλή πρώτου μεγέθους που οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι τώρα σπασμωδικά μόνο αντιμετώπισαν.
Απαιτείται όσο ποτέ, τώρα που «μεταναστεύουν» γεωστρατηγικά, οικονομικά, ενεργειακά κέντρα, οικοδόμηση πανεθνικής στρατηγικής. Και πρέπει να σχεδιαστούν στρατηγικές προσεγγίσεις και ενδεχομένως και νέες συμμαχίες με χώρες που έχουν δικά τους ισχυρά συμφέροντα στην ανατολική Μεσόγειο, ιδίως αν αυτά εμφανίζονται διαφοροποιημένα από αυτά της Τουρκίας. Δεν ισχυριζόμαστε πως η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να λειτουργεί αντανακλαστικά και ακολουθητικά της τουρκικής. Λέμε πως τίποτα δεν προδικάζει  -δυστυχώς- πως η ελληνοτουρκική σχέση δεν θα παραμείνει συγκρουσιακή και στις επόμενες δεκαετίες. Άρα, πρέπει να χαραχθεί στρατηγική απόκρουσης- ανάσχεσης, παράλληλα με τις λοιπές προτεραιότητες Αθήνας και Λευκωσίας, που οφείλουν να αναβαθμιστούν ποιοτικά, με εξωστρέφεια, πολυμέρεια, φαντασία αλλά και πατριωτικό πραγματισμό.
Συμπερασματικά η Αθήνα, αλλά και η Λευκωσία, πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες αναβάθμισής τους. Και παράλληλα χρειάζονται συμμαχίες, χρειάζονται πλαίσιο ασφάλειας, αφού μόνες τους δεν έχουν σήμερα την ισχύ προς διαχείριση του κεντρικού προβλήματος ασφαλείας που αντιμετωπίσουν: Αυτό του τουρκικού επεκτατισμού, που αναμένεται να οξυνθεί προς το χειρότερο τα επόμενα χρόνια...

* Ιστορικός, αμυντικός αναλυτής, πρόεδρος ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.
πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top