GuidePedia

0

Το παρακάτω κείμενο επιχειρεί να απαντήσει στον Παναγιώτη Ήφαιστο και στο άρθρο του «Συμπληγάδες διζωνικής παράκρουσης και πολιτικού ανορθολογισμού: Προεδρικές εκλογές στην Κύπρο». Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει, ενδεχομένως, την πραγμάτευση στο παραπάνω άρθρο δύο φαινομενικών ασχέτων μεταξύ τους θεμάτων: Των προεδρικών εκλογών στην Κύπρο και του λεγόμενου σχεδίου Άτσεσον του 1964. Το γιατί συμβαίνει αυτό, θα γίνει κατανοητό στη συνέχεια.

Περί σχεδίου Άτσεσον
Είναι σήμερα ευρέως κρατούσα άποψη ότι το σχέδιο Άτσεσον εξελίχθηκε σε δύο φάσεις: Στην πρώτη του φάση, ο τότε απεσταλμένος των ΗΠΑ, Dean Acheson, πρόσφερε ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με αντάλλαγμα την εκχώρηση στρατιωτικής βάσης επί της Κύπρου στην Τουρκία, ίσης με το 5% περίπου του κυπριακού εδάφους. Στη δεύτερη φάση του, ο Acheson παρήλλαξε το αρχικό του σχέδιο από πλήρη εκχώρηση στην Τουρκία σε ενοικίαση εδάφους της Κύπρου ως στρατιωτικής βάσης της Τουρκίας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και οι δύο αυτές μορφές του Σχεδίου Άτσεσον έμειναν στην ιστορία (κυρίως βέβαια η πρώτη) ως διχοτομικές και ως μη εξυπηρετούσες πλήρως τα συμφέροντα του Ελληνισμού.
Ασχέτως όμως της μετά το 1974 παραφιλολογίας σε Κύπρο και Ελλάδα περί σχεδίου Άτσεσον ως «χαμένης» ευκαιρίας υπό τις δύο ανωτέρω διχοτομικές μορφές του, αποδεικνύεται σήμερα ότι το σχέδιο Άτσεσον έλαβε και μια τρίτη, πολύ ουσιώδη παραλλαγή: Χωρίς να αποσύρει επισήμως την πρόταση για ενοικίαση κυπριακής στρατιωτικής βάσης στην Τουρκία, ο Άτσεσον πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση στις 19 Αυγούστου 1964 να κηρύξει καταρχάς την Ένωση, και να ξεκινήσει μετά συνομιλίες για τα ανταλλάγματα που η Τουρκία θα ελάμβανε για να αποδεχθεί Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Είναι προφανές ότι, με το πολιτικό κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή σε Ελλάδα και, κυρίως, σε Κύπρο, θα ήταν πρακτικά πολιτικώς αδύνατον για οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση να προβεί σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη παραχώρηση έναντι της Τουρκίας, μάλιστα δε αφού ο Ελληνισμός είχε πίσω του το κεκτημένο της πλήρους Ενώσεως. Η πραγματικότητα αυτή ήταν αναμφίβολα γνωστή στους Αμερικανούς και στον ίδιο τον Άτσεσον, ο οποίος φαίνεται ότι διατύπωσε έτσι την πρότασή του, ώστε να πάρει η Ελλάδα την πλήρη Ένωση χωρίς να δώσει τίποτε στην Τουρκία, όμως αυτό να μην το χρεώσουν οι Τούρκοι στους Αμερικανούς, αλλά στην Ελλάδα που θα «αθετούσε» εκ των υστέρων μια συμφωνία που δεν είχε ποτέ την πρόθεση να τηρήσει. Άλλωστε, η παρουσία της πανίσχυρης ελληνικής Μεραρχίας αποτελούσε εγγύηση ότι καμία τουρκική επέμβαση εναντίον της Κύπρου δεν ήταν δυνατόν να είχε την παραμικρή στρατιωτική τύχη.
Πώς ματαιώθηκε αυτή η εξαιρετικά συμφέρουσα πρόταση για τον Ελληνισμό, που προφανώς οδηγούσε σε πλήρη επίλυση του Κυπριακού μέσω της άνευ όρων Ένωσης; Αυτός που υπονόμευσε κατάλληλα το κλίμα εναντίον της Ενώσεως εκείνες τις κρίσιμες ημέρες, δεν ήταν άλλος από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο οποίος απέρριψε και αυτήν ακόμη την τροποποιημένη πρόταση του Άτσεσον για κήρυξη πρώτα της Ένωσης και μετά να συζητηθούν με τους Τούρκους ανταλλάγματα, σε συνάντηση που είχε με τον τότε Υπουργό Άμυνας της Ελλάδας, Π. Γαρουφαλλιά, στη Λευκωσία στις 20 Αυγούστου 1964, ο οποίος είχε μεταβεί εκεί εσπευσμένα κατ’ εντολή του Έλληνα πρωθυπουργού, Γ. Παπανδρέου, προκειμένου να μεταφέρει προς τον Μακάριο τη νέα αμερικανική πρόταση. Ο Μακάριος φαίνεται ότι έφερε ασήμαντα προσχήματα για το «όχι» του. Οι Αμερικανοί δεν πτοήθηκαν και πρότειναν στις 23 Αυγούστου 1964 στον Γ. Παπανδρέου να κάνει την Ένωση αντίθετα στη θέληση του Μακάριου. Η ελληνική κυβέρνηση επέδειξε τότε διστακτικότητα, η οποία έδωσε στους Άγγλους τον χρόνο που χρειάζονταν για να αντιδράσουν και να επισημάνουν εγγράφως προς τους Αμερικανούς, στις 25 Αυγούστου 1964, το προφανές: Ότι δηλαδή η νέα πρότασή τους «κινδύνευε» να δώσει άνευ όρων Ένωση στην Ελλάδα, χωρίς οι Τούρκοι να πάρουν απολύτως τίποτε!
Από εκεί και πέρα, αφού οι Άγγλοι ξαναμπήκαν στο παιχνίδι, μετά την κρίσιμη, όσο και σκόπιμη, ολιγοήμερη κωλυσιεργία του Μακαρίου, το παράθυρο ευκαιρίας για ατόφια Ένωση έκλεισε, με τους Αμερικανούς να προσχωρούν σταδιακά πλήρως στις βρετανικές θέσεις. Πράγμα που έφερε έκτοτε και τα όσα δεινά υπέστη έκτοτε ο Ελληνισμός (χούντα στην Ελλάδα, διχασμό στην Κύπρο με ίδρυση της ΕΟΚΑ Β΄ από τον στρατιωτικό αρχηγό της ΕΟΚΑ Α΄, Γρίβα-Διγενή, χουντικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και τέλος εισβολή της Τουρκίας και όσα δεινά επακολούθησαν).
Ο κ. Ήφαιστος, ενώ ασχολείται με το τουρκικό έγγραφο της 28ης Αυγούστου 1964, αποφεύγει να αναλύσει στο άρθρο του την τεράστια σημασία των εγγράφων της 23ης και της 25ης Αυγούστου 1964 (αμερικανού και αγγλικού, αντίστοιχα) για την ιστορική ερμηνεία που πρέπει να δοθεί σήμερα στο σχέδιο Άτσεσον, αλλά και στις ιστορικές συνέπειες της επιλογής του Μακαρίου να απορρίψει χωρίς σοβαρό λόγο (πέραν από την προσωπική του εξουσιομανία) την εξαιρετικά ευμενή αμερικανική πρόταση. Πέραν αυτών, ο κ. Ήφαιστος αποφεύγει πλήρως να ασχοληθεί με αυτό που προσωπικά θα ονόμαζα «σχέδιο Άτσεσον 3», δηλαδή, την κήρυξη Ένωσης με μόνη τη δέσμευση της Ελλάδας ότι θα συζητούσε για ανταλλάγματα με την Τουρκία αφού ολοκληρωνόταν η Ένωση.
Πρέπει δε σημειωθεί ότι το σύνολο των λοιπών ενδείξεων δείχνει ότι οι Αμερικανοί κανένα πρόβλημα δεν θα είχαν εάν τελικά η Ελλάδα υπαναχωρούσε και δεν έδιδε κανένα αντάλλαγμα στην Τουρκία. Δεν αποκλείεται βέβαια επισήμως και για τα μάτια των Τούρκων να «αποδοκίμαζαν» την «ελληνική αδιαλλαξία», αφού όμως η ατόφια Ένωση θα ήταν ήδη τετελεσμένο γεγονός!
Οι κυπριακές εκλογές του Φεβρουαρίου 2013
Ποια όμως η σχέση των ανωτέρω ιστορικών γεγονότων με τις σημερινές κυπριακές εκλογές; Η σχέση αυτή είναι δύσκολο να εντοπιστεί από εμάς τους Ελλαδίτες, με δεδομένο ότι δεν γνωρίζουμε καλά το κυπριακό πολιτικό σκηνικό.
Στην Κύπρο, τα πολιτικά κόμματα αντλούν πολιτική νομιμοποίηση ως εξής: Από τη μια οι κληρονόμοι της αντιμακαριακής παρατάξεως, ο Δημοκρατικός Συναγερμός, η οποία θεωρεί εαυτήν ως συνεχίστρια του οράματος της Ενώσεως. Στην παράταξη αυτή βρήκαν στέγη πολλοί υποστηρικτές της ΕΟΚΑ Β΄ και υποστηρικτές του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974. Επειδή η παράταξη αυτή βασίστηκε στην καπηλεία της αγάπης για την Ελλάδα, έφθασαν στο σημείο πολλοί Κύπριοι να συνδέουν ασυναίσθητα την Ελλάδα με την ΕΟΚΑ Β΄, το αντιμακαριακό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου κλπ. έως σήμερα, στο πρόσωπο του κόμματος του Δημοκρατικού Συναγερμού. Από την άλλη, βρίσκεται το ΑΚΕΛ, που βασίστηκε στην καπηλεία της πίκρας απέναντι στην Ελλάδα που δημιούργησε στην Κύπρο η προδοσία του 1974 και η (πολιτική, αλλά όχι στρατιωτική) αδυναμία της Ελλάδας να αμυνθεί κατά της τουρκικής εισβολής. Στη μέση, οι κληρονόμοι της μακαριακής παρατάξεως, ΔηΚο και ΕΔΕΚ, που κρατούν μια επαμφοτερίζουσα στάση απέναντι στην Ελλάδα του τύπου «και μαζί και χώρια» και που αντλούν πολιτική νομιμοποίηση κατεξοχήν από την παλιά μακαριακή παράταξη.
ΔηΚο και ΕΔΕΚ, λοιπόν, παραδοσιακά συντάσσονταν με το ΑΚΕΛ ως προς την άντληση πολιτικής νομιμοποίησης από τον Μακάριο ως κατεξοχήν υπερασπιστές του στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Αντιθέτως, ο ΔηΣυ, όσο και εάν φραστικά καταδικάζει σήμερα το πραξικόπημα κλπ., στην πράξη είχε ανέκαθεν «ανοικτές αγκάλες» για τους υποστηρικτές της ΕΟΚΑ Β΄ και του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου.
Μια ιστορική δικαίωση, λοιπόν, του αντιμακαριακού μένους των υποστηρικτών του ΔηΣυ, μέσω της κατάδειξης των σαφών μακαριακών ευθυνών για την αποτυχία της ατόφιας Ένωσης το 1964, αποτελεί, για τα κυπριακά πολιτικά δεδομένα, ηθική δικαίωση της ΕΟΚΑ Β΄ και, ενδεχομένως, ακόμη και μερική ηθική δικαίωση του εγκληματικού πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου. Όσο και εάν αυτά τα ζητήματα φαίνονται ενδεχομένως σε εμάς τους Ελλαδίτες ως «ψιλά γράμματα», για τους Κυπρίους είχαν ειδικά κατά τις περασμένες δεκαετίες, τεράστια πολιτική σημασία.
Η σε χρόνο ενεστώτα, λοιπόν, ιστορική καταδίκη της όλης πολιτικής του Μακαρίου (που φαίνεται, πάντως, αδιαμφισβήτητη σε σχέση με την εκ μέρους του σκόπιμη υπονόμευση της ατόφιας Ενώσεως, κατά τον Αύγουστο του 1964) δρα σήμερα πολιτικά, για τα κυπριακά δεδομένα, υπέρ της υποψηφιότητας Αναστασιάδη.
Η διασύνδεση αυτή είναι ασφαλώς εσφαλμένη, ευεξήγητα μεν εσφαλμένη, αλλά πάντως εσφαλμένη. Καταρχάς, η ελκυστικότητα της υποψηφιότητας Λιλλήκα εδράζεται κυρίως πάνω στη σαφή απόρριψη από τον τελευταίο του σχεδίου Ανάν, την ίδια στιγμή που ο Ν. Αναστασιάδης γινόταν ο μαχητικότερος υπερασπιστής τού σχεδίου. Μπορεί οι απώτερες αιτίες του σχεδίου Ανάν να βρίσκονται όντως στις αδιάσειστες μακαριακές ευθύνες πριν, μετά και κατά τη διάρκεια του 1964, όμως αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι σήμερα πρέπει να προτιμηθεί ο Ν. Αναστασιάδης έναντι του Γ. Λιλλήκα. Σήμερα, που οι άμεσοι κίνδυνοι για τον κυπριακό Ελληνισμό και την Κύπρο είναι, επί αμέσου πάντοτε επιπέδου, διαφορετικής υφής σε σχέση με το παρελθόν.
Ακόμη σοβαρότερο, όμως, είναι ακόμη ένα λάθος που διαπράττει έμμεσα ο Π. Ήφαιστος: Η ανάγκη υποστήριξης της υποψηφιότητας Λιλλήκα (υπέρ του οποίου τάσσεται και ο ίδιος ο υποφαινόμενος) δεν πρέπει να αναιρέσει επ’ ουδενί την ανάγκη πλήρους αποκάλυψης της ιστορικής αλήθειας για τον Αύγουστο του 1964 και τις αδιάσειστες, όσο και τεκμηριωμένες, μακαριακές ευθύνες για την υπονόμευση και την αποτυχία της άνευ όρων Ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Εξέλιξη, που θα απέτρεπε όλα τα μεταγενέστερα δεινά του κυπριακού και του όλου Ελληνισμού.
Δεν θα πρέπει, τέλος, να μας διαφεύγει, ότι δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού θα επιτευχθεί μόνον όταν η Κύπρος κατανοηθεί εκ νέου ως αναπόσπαστο τμήμα του όλου Ελληνισμού. Η ευθύνη για τη δημιουργία αυτής της ιδεολογικής και πολιτικής απόστασης μεταξύ Κύπρου και Ελλάδος βαραίνει και πάλι την πολιτική Μακαρίου και των υποστηρικτών του. Όμως το ζήτημα αυτό αποτελεί εντελώς διαφορετικό κεφάλαιο, που δεν μπορεί να αναλυθεί εκτενώς στο παρόν περιορισμένο σημείωμα.
Γεώργιος Ι. Μάτσος
Δ.Ν., Δικηγόρος

πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top